κοινοῦμαι

κοινοῦμαι
κοινόω
communicate
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοινώ — κοινῶ, όω (Α) [κοινός] 1. κάνω γνωστό σε κάποιον κάτι, κοινοποιώ, μεταδίδω σε κάποιον κάτι, γνωστοποιώ, ανακοινώνω σε κάποιον κάτι (α. «τούτῳ θεοῡ μάντευμα κοινῶσαι θέλω», Ευρ.) β. «νυκτὶ κοινάσαντες ὁδόν», Πίνδ.) 2. κάνω κάποιον μέτοχο ενός… …   Dictionary of Greek

  • προσκοινούμαι — όομαι, Α [κοινοῡμαι] (για κρίκους) είμαι όμοια προσαρμοσμένος, συνδεδεμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”